- γαϊδουροφόρτι
- τοφορτίο που αντέχει να σηκώσει ένας γάιδαρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαϊδουροφόρτωμα — το το γαϊδουροφόρτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γομαριά — η το γαϊδουροφόρτι: Έφερα δυο γομαριές χώμα για τις γλάστρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)